„διαιρετότητα“: θηλυκό διαιρετότητα [ðiereˈtotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Teilbarkeit Teilbarkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f διαιρετότητα διαιρετότητα