„διαθλώ“: μεταβατικό ρήμα διαθλώ [ðiaˈθlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) brechen brechen διαθλώ φυσ διαθλώ φυσ