διαζευγμένος
[ðiazevˈɣmenos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, διαζευγμένη, διαζευγμένο διοικητικός όρος | amtlichδιοικOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- geschiedenδιαζευγμένοςδιαζευγμένος
διαζευγμένος
[ðiazevˈɣmenos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)