διαδοχή
[ðiaðoˈçi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Abfolgeθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαδοχή αλλεπάλληλη σειράAufeinanderfolgeθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαδοχή αλλεπάλληλη σειράδιαδοχή αλλεπάλληλη σειρά
- Nachfolgeθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαδοχή ανάληψη θέσηςδιαδοχή ανάληψη θέσης
examples
- διαδοχή επιτυχιώνHitparadeθηλυκό | Femininum, weiblich f