διαδικασία
[ðiaðikaˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Prozedurθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαδικασία γενδιαδικασία γεν
- Verfahrenουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιαδικασία νομικός όρος | Rechtswesenνομ τεχνική | Technikτεχνδιαδικασία νομικός όρος | Rechtswesenνομ τεχνική | Technikτεχν
- Prozessαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιαδικασία φυσδιαδικασία φυσ
examples
- ποινική διαδικασίαStrafverfahrenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- διαδικασία εκμάθησηςLernprozessαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- διαδικασία εκτύπωσηςDruckverfahrenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples