„διαβρωμένος“ διαβρωμένος [ðiavroˈmenos], διαβρωμένη, διαβρωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zerfressen zerfressen διαβρωμένος διαβρωμένος