„διαβαθμίζω“: μεταβατικό ρήμα διαβαθμίζω [ðiavaθˈmizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) abstufen, einstufen abstufen, einstufen διαβαθμίζω διαβαθμίζω