„διάπλατα“: επίρρημα διάπλατα [ðiˈaplata]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) die Tür aufreißen examples ανοίγω διάπλατα την πόρτα die Tür aufreißen ανοίγω διάπλατα την πόρτα