„διάνοιξη“: θηλυκό διάνοιξη [ðiˈaniksi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verbreiterung Verbreiterungθηλυκό | Femininum, weiblich f διάνοιξη διάνοιξη