„διάλυμα“: ουδέτερο διάλυμα [ðiˈalima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lösung Lösungθηλυκό | Femininum, weiblich f διάλυμα υγρού διάλυμα υγρού