„διάθλαση“: θηλυκό διάθλαση [ðiˈaθlasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Brechung Brechungθηλυκό | Femininum, weiblich f διάθλαση φυσ διάθλαση φυσ