δημόσιος
[ðiˈmosios], δημόσια, δημόσιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- öffentlichδημόσιοςδημόσιος
- staatlich, Staats-δημόσιος κρατικόςδημόσιος κρατικός
examples
- δημόσια υπάλληλοςθηλυκό | Femininum, weiblich f(Staats-)Beamtinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- δημόσια γιατρόςθηλυκό | Femininum, weiblich fAmtsärztinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- δημοσία δαπάνηauf Staatskosten
hide examplesshow examples