δημοτικότητα
[ðimotiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Beliebtheitθηλυκό | Femininum, weiblich fδημοτικότηταPopularitätθηλυκό | Femininum, weiblich fδημοτικότηταδημοτικότητα