δημοτικός
[ðimotiˈkos], δημοτική, δημοτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Volks-δημοτικός του λαούδημοτικός του λαού
- δημοτικός του δήμου
examples
- δημοτικές εκλογέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplKommunalwahlθηλυκό | Femininum, weiblich f
- δημοτικές εκλογέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplGemeindewahlenπληθυντικός | Plural pl
hide examplesshow examples