„δημοσκόπηση“: θηλυκό δημοσκόπηση [ðimoˈskopisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Umfrage (Meinungs-)Umfrageθηλυκό | Femininum, weiblich f δημοσκόπηση δημοσκόπηση