„δημοσιονομία“: θηλυκό δημοσιονομία [ðimosionoˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Finanzwissenschaft Finanzwissenschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f δημοσιονομία δημοσιονομία