δημιουργός
[ðimiurˈɣos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schöpferαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fδημιουργός πλάστηςδημιουργός πλάστης
- Verursacherαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fδημιουργός αίτιος, υποκινητήςδημιουργός αίτιος, υποκινητής
examples
- δημιουργός μόδαςModeschöpferαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f