δημιουργία
[ðimiurˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schaffungθηλυκό | Femininum, weiblich fδημιουργία κατασκευήSchaffenουδέτερο | Neutrum, sächlich nδημιουργία κατασκευήδημιουργία κατασκευή
- Erschaffungθηλυκό | Femininum, weiblich fδημιουργία γένεσηEntstehungθηλυκό | Femininum, weiblich fδημιουργία γένεσηδημιουργία γένεση
- Werkουδέτερο | Neutrum, sächlich nδημιουργία δημιούργημαδημιουργία δημιούργημα
- Gründungθηλυκό | Femininum, weiblich fδημιουργία οικογένειαςδημιουργία οικογένειας
- Schöpfungθηλυκό | Femininum, weiblich fδημιουργία πλάση του κόσμουErschaffungθηλυκό | Femininum, weiblich f der Weltδημιουργία πλάση του κόσμουδημιουργία πλάση του κόσμου
- Kreationθηλυκό | Femininum, weiblich fδημιουργία μόδαδημιουργία μόδα
examples
- δημιουργία καπνούRauchbildungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- δημιουργία νέου χρέουςNeuverschuldungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- δημιουργία ουλήςNarbenbildungθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples