„δημαγωγία“: θηλυκό δημαγωγία [ðimaɣoˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Demagogie Demagogieθηλυκό | Femininum, weiblich f δημαγωγία δημαγωγία