„δηλωτέος“ δηλωτέος [ðiloˈteos], δηλωτέα, δηλωτέοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) meldepflichtig meldepflichtig δηλωτέος δηλωτέος