δηκτικότητα
[ðiktiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bissigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fδηκτικότηταδηκτικότητα
Thank you for your feedback!