δευτερόλεπτο
[ðefteˈrolepto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Sekundeθηλυκό | Femininum, weiblich fδευτερόλεπτοδευτερόλεπτο
examples
- δευτερόλεπτο τρόμουSchrecksekundeθηλυκό | Femininum, weiblich f