δεσμωτήριο
[ðezmoˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Haftanstaltθηλυκό | Femininum, weiblich fδεσμωτήριοδεσμωτήριο
- Militärgefängnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nδεσμωτήριο στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατδεσμωτήριο στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ