δεσμοφύλακας
[ðezmoˈfilakas]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gefängnisaufseherαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fδεσμοφύλακαςGefängniswärterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fδεσμοφύλακαςδεσμοφύλακας