„δεξαμενόπλοιο“: ουδέτερο δεξαμενόπλοιο [ðeksameˈnoplio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tanker Tankerαρσενικό | Maskulinum, männlich m δεξαμενόπλοιο δεξαμενόπλοιο