„δελφίνι“: ουδέτερο δελφίνι [ðelˈfini]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Delphin Delphinαρσενικό | Maskulinum, männlich m δελφίνι δελφίνι examples ιπτάμενο δελφίνι Tragflächenbootουδέτερο | Neutrum, sächlich n ιπτάμενο δελφίνι