„δεισιδαιμονία“: θηλυκό δεισιδαιμονία [ðisiðemoˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Aberglaube Aberglaubeαρσενικό | Maskulinum, männlich m δεισιδαιμονία δεισιδαιμονία