„δεινόσαυρος“: αρσενικό δεινόσαυρος [ðiˈnosavros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Dinosaurier Dinosaurierαρσενικό | Maskulinum, männlich m δεινόσαυρος δεινόσαυρος