„δειγματοληψία“: θηλυκό δειγματοληψία [ðiɣmatoliˈpsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stichprobe Stichprobeθηλυκό | Femininum, weiblich f δειγματοληψία δειγματοληψία