δεδομένο
[ðeðoˈmeno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Tatsacheθηλυκό | Femininum, weiblich fδεδομένο γεγονόςδεδομένο γεγονός
examples
- δεδομένουangesichts der Tatsache (ότι dass)