„δαχτυλίτιδα“: θηλυκό δαχτυλίτιδα [ðaxtiˈlitiða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fingerhut Fingerhutαρσενικό | Maskulinum, männlich m δαχτυλίτιδα βοτανική | Botanikβοτ δαχτυλίτιδα βοτανική | Botanikβοτ