„δαχτυλίδι“: ουδέτερο δαχτυλίδι [ðaxtiˈliði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ring (Finger-)Ringαρσενικό | Maskulinum, männlich m δαχτυλίδι δαχτυλίδι