„δαφνοστέφανο“: ουδέτερο δαφνοστέφανο [ðafnosˈtefano]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lorbeerkranz Lorbeerkranzαρσενικό | Maskulinum, männlich m δαφνοστέφανο δαφνοστέφανο