δασκαλεύω
[ðaskaˈlevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- belehrenδασκαλεύωδασκαλεύω
- indoktrinierenδασκαλεύω πολιτική | Politikπολιτδασκαλεύω πολιτική | Politikπολιτ