„δασαρχείο“: ουδέτερο δασαρχείο [ðasarˈçio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Forstamt, Forsthaus Forstamtουδέτερο | Neutrum, sächlich n δασαρχείο δασαρχείο Forsthausουδέτερο | Neutrum, sächlich n δασαρχείο κτίριο δασαρχείο κτίριο