„δαντέλα“: θηλυκό δαντέλα [ðanˈdela]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Spitze Spitzeθηλυκό | Femininum, weiblich f δαντέλα σε ύφασμα δαντέλα σε ύφασμα