„δανεισμός“: αρσενικό δανεισμός [ðanizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ausleihe, Verleih Ausleiheθηλυκό | Femininum, weiblich f δανεισμός Verleihαρσενικό | Maskulinum, männlich m δανεισμός δανεισμός