„δαμάσκηνο“: ουδέτερο δαμάσκηνο [ðaˈmaskjino]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pflaume Pflaumeθηλυκό | Femininum, weiblich f δαμάσκηνο δαμάσκηνο