„δαλτονικός“ δαλτονικός [ðaltoniˈkos], δαλτονική, δαλτονικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) farbenblind, rotgrünblind farbenblind, rotgrünblind δαλτονικός δαλτονικός