„δίοπος“: αρσενικό δίοπος [ˈðiopos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gefreite Gefreite(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f δίοπος δίοπος