δέσμιος
[ˈðezmios], δέσμια, δέσμιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- gefesseltδέσμιοςδέσμιος
examples
- δέσμιο αερόστατοουδέτερο | Neutrum, sächlich nFesselballonαρσενικό | Maskulinum, männlich m