„δέρνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα δέρνομαι [ˈðernome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich raufen sich raufen δέρνομαι δέρνομαι