δένομαι
[ˈðenome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich bindenδένομαιδένομαι
- sich binden, sich verpflichtenδένομαι υποχρεώνομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφδένομαι υποχρεώνομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- sich anschnallenδένομαι αυτοκίνητο | Autoαυτοκδένομαι αυτοκίνητο | Autoαυτοκ