„δένδρο“: ουδέτερο δένδρο [ˈðenðro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, δέντρο [ˈðenðro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Baum Baumαρσενικό | Maskulinum, männlich m δένδρο δένδρο examples καρποφόρο ή οπωροφόρο δένδρο Obstbaumαρσενικό | Maskulinum, männlich m καρποφόρο ή οπωροφόρο δένδρο δέντροουδέτερο | Neutrum, sächlich n μάνγκο Mangobaumαρσενικό | Maskulinum, männlich m δέντροουδέτερο | Neutrum, sächlich n μάνγκο