δάγκωμα
[ˈðaŋgoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bissαρσενικό | Maskulinum, männlich mδάγκωμαδάγκωμα
- Bisswundeθηλυκό | Femininum, weiblich fδάγκωμα δαγκωματιάδάγκωμα δαγκωματιά
examples
- δάγκωμα νυχιώνNägelkauenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- δάγκωμα σκύλουHundebissαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- δάγκωμα φιδιούSchlangenbissαρσενικό | Maskulinum, männlich m