γύψινος
[ˈjipsinos], γύψινη, γύψινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- γύψινο εκμαγείοουδέτερο | Neutrum, sächlich nGipsabdruckαρσενικό | Maskulinum, männlich mGipsabgussαρσενικό | Maskulinum, männlich m