„Γότθοι“: πληθυντικός αρσενικού Γότθοι [ˈɣotθi]πληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Goten Gotenπληθυντικός | Plural pl Γότθοι Γότθοι