„γόρδιος“ γόρδιος [ˈɣorðios], γόρδια, γόρδιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) der Gordische Knoten examples ο γόρδιος δεσμός der Gordische Knoten ο γόρδιος δεσμός