„γωνιώδης“ γωνιώδης [ɣoniˈoðis], γωνιώδης, γωνιώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) eckig eckig γωνιώδης γωνιώδης