„γωνιόλιθος“: αρσενικό γωνιόλιθος [ɣoˈnioliθos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eckstein Ecksteinαρσενικό | Maskulinum, männlich m γωνιόλιθος γωνιόλιθος